- αμφιμερίζομαι
- ἀμφιμερίζομαι (Μ)χωρίζομαι τελείως σε μέρη.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι-* + μερίζω].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀμφιμεριζόμενος — ἀμφιμερίζομαι to be completely parted pres part mp masc nom sg ἀμφιμερίζομαι to be completely parted pres part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμφ(ι)- — Γλωσσ. α συνθετικό λέξεων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής καθώς και επιστημονικών όρων, με μεγάλη παραγωγικότητα. Προέρχεται από την αρχαία λέξη ἀμφί, που λειτουργεί ως πρόθεση και επίρρημα. Κατά τη σύνθεση, το τελικό φωνήεν ι άλλοτε… … Dictionary of Greek